- πυγονιαῖος
- πῠγονιαῖος, α, ον,A a πυγών long, Hp.Morb.2.33, Thphr.HP3.17.6 (-γων- codd.), Menesth. ap. Ath.11.494b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγονιαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει μήκος πυγόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγών, όνος + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. σταδ ιαίος)] … Dictionary of Greek
πυγούσιος — ία, ον, Α ο πυγονιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πυγούσιος παράγεται από τη λ. πυγών, όνος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος παραγωγής του. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κάποιου είδους αναλογικό σχηματισμό, ενώ κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, ο … Dictionary of Greek